- επιπερκάζω
- ἐπιπερκάζω (Α)γίνομαι μαύρος, μαυρίζω, μελανιάζω, κυρίως για ώριμα σταφύλια και μτφ. για νεανίες που το πρόσωπό τους γίνεται μαυρειδερό από τα γένεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιπερκάζεις — ἐπιπερκάζω turn dark pres ind act 2nd sg ἐπιπερκάζω turn dark pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)